-
1 μυροφεγγης
См. также в других словарях:
μυροφεγγής — μυροφεγγής, ές (Α) αυτός που φέγγει και, ταυτόχρονα, διαχέει ευωδιά («Κύπριδος μυροφεγγές φανίον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + φεγγής (< φέγγω), πρβλ. αστρο φεγγής] … Dictionary of Greek